15.9.16

Διήμερο αφιέρωμα στη Φρίντα Λιάππα - Ηλίας Μπιτσάνης

"Ανακαλύπτοντας τη Φρίντα" 


Μια ζεστή βραδιά στη Μεσσήνη για τη Φρίντα Λιάππα, ένα βήμα για να γνωρίσουμε σημαντικούς ανθρώπους του τόπου, μια συνάντηση φίλων και γνωστών από τα παλιά στο γενέθλιο τόπο. Το κείμενο της δικής μου συμβολής σε αυτό:
"Όταν ο Μιχάλης μου τηλεφώνησε για να με ενημερώσει σχετικά με τη σημερινή εκδήλωση και μου πρότεινε να μιλήσω, δέχθηκα χωρίς να το πολυσκεφθώ. Τα δύσκολα όμως άρχισαν όταν ήρθε η ώρα της προετοιμασίας. Τι θα μπορούσε να πει κάποιος για μια σπουδαία συμπατριώτισσα που δεν γνώρισε; Πολύ περισσότερο όταν έχει ακούσει και τόσο και τόσα γιαυτήν από τους φίλους της. Από εκείνους που είχαν την ίδια ρίζα. Αλλά και από εκείνους που βρέθηκαν στο Νησί πριν λίγα χρόνια σε εκδήλωση που είχε γίνει στη μνήμη της. Από τα όσα σπουδαία ακούστηκαν στην συγκινητική εκδήλωση που οργάνωσε ο “Πάμισος” στην επέτειο των 20 χρόνων από το θάνατό της. Και αποτυπώνονται στο βιβλίο με τα ποιήματά της.
Έτσι κατέληξα πρώτα στον τίτλο της ομιλίας, “Ανακαλύπτοντας τη Φρίντα”, ώστε αυτός να ανταποκρίνεται σε μια ειλικρινή προσέγγιση της ζωής και του έργου της. Γιατί τα στοιχεία αυτά σχετικά με τη Φρίντα Λιάππα δεν κινούνται στο χώρο του αυτονόητου. Στο γενέθλιο τόπο έζησε μόνον μέχρι τα εφηβικά της χρόνια. Στη συνέχεια “χάθηκε” μέσα στην σιωπή του συντηρητικού περιβάλλοντος, τις απαγορεύσεις της χούντας και τη μεταπολιτευτική άγνοια. Πληροφορίες για τη ζωή της είχαν εκείνοι που βρέθηκαν μαζί της στην Αθήνα, οι φίλοι και οι συναγωνιστές της. Οι υπόλοιποι την ανακαλύψαμε σε διαφορετική περίοδο ο καθένας και μέσα από διαφορετικούς δρόμους.
Ηλικιακά μας χώριζαν 6 χρόνια. Αλλά λόγω της εξαιρετικής πυκνότητας του πολιτικού χρόνου από το 1963 μέχρι το 1973, αυτά αντιστοιχούσαν σε διαφορά μιας ολόκληρης γενιάς. Από τη γενιά των Λαμπράκηδων μέχρι τη γενιά του Πολυτεχνείου δεν πέρασε ούτε μια δεκαετία. Και πολιτικά η μια “γέννησε” την άλλη σε εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες. Η πρώτη ανακάλυψη για τη Φρίντα Λιάππα ήταν πολιτική. Κατά πως συζητούσαν τότε χαμηλόφωνα στο Νησί, αυτή και ο Γιάννης ο Πριστούρης ήταν Λαμπράκηδες. Στην Αθήνα όμως που σπούδαζαν. Εδώ μπορούσαμε να μιλάμε μόνον ψιθυριστά αναπαράγοντας τον τρόπο με τον οποίο μιλούσαν οι μεγαλύτεροι. Ετσι από διαίσθηση όταν επρόκειτο για κάτι που είχε σχέση με την αριστερά. Και όταν ένα πρωινό τα ραδιόφωνα έπαιζαν εμβατήρια, καταλάβαμε γιατί στην επαρχία μιλούσαν χαμηλόφωνα γα την αριστερά και γιατί δίπλωναν την “Αυγή” μέσα στα “Νέα”. Και μάθαμε αργότερα ότι τους έδιωξαν από τη σχολή γιατί ήταν στους Λαμπράκηδες και δεν κάθισαν στα αυγά τους αλλά έστησαν μια άλλη οργάνωση που πολεμούσε τη χούντα.
Τα χρόνια πέρασαν, αυτή η γενιά ετοίμασε το έδαφος για την επόμενη, η χούντα έπεσε. Η έντονη πολιτικοποίηση και ο εμφύλιος στην αριστερά μετά τη διάσπαση του 1968 δημιούργησαν ένα εντελώς διαφορετικό περιβάλλον. Ο καθένας τράβηξε το δικό του δρόμο, πολλές φορές τα ίχνη χάθηκαν. Αλλά η Φρίντα ήρθε να μας υπενθυμίσει ηχηρά την παρουσία της. Αυτή τη φορά ως κινηματογραφίστρια. Σε εκείνους που δεν ήταν μυημένοι, με την πρώτη της ταινία μεγάλου μήκους “Οι δρόμοι της αγάπης είναι νυχτερινοί”. Μετά “Ήταν ένας ήσυχος θάνατος” με διεθνή πορεία και βραβεύσεις. Και στο τέλος “Τα χρόνια της μεγάλης ζέστης” όταν ξεσπά μεγάλος θόρυβος. Όταν ο σύμβουλος κινηματογραφίας του υπουργείου Πολιτισμού Απόστολος Δοξιάδης καταγγέλλει ότι κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων κακοποιήθηκε ένα παιδί για τις ανάγκες σκηνής και ζητά την εξαίρεση της ταινίας από τα κρατικά βραβεία. Ένα κύμα συμπαράστασης από προσωπικότητες της τέχνης και του πολιτισμού στην Ελλάδα και το εξωτερικό δημιουργεί μια ασπίδα προστασίας από τη αναβίωση της λογοκρισίας.
Και μετά από λίγο καιρό ο θάνατος. Μου τηλεφώνησε ο κοινός μας φίλος, ο Γιάννης Πριστούρης, με ενημέρωσε για το γεγονός και του ζήτησα κάποια στοιχεία για να γράψουμε στην εφημερίδα. Και τότε ανακάλυψα τη Φρίντα της λογοτεχνίας: Ο Γιάννης μετά από λίγη ώρα έφθασε στα γραφεία με δυό βιβλία της. Τη συλλογή ποιημάτων “Λυρικός επίλογος της οδού Πατησίων” και το πεζογράφημά της “Ερωτηίδος μάρτυρος”.
Η “ανακάλυψη” της Φρίντας Λιάππα θα έμενε εκεί. Η ζωή της και το έργο της θα αποτελούσαν “προνόμιο” για εκείνους που την γνώρισαν και την αγάπησαν γιαυτό που ήταν και για όσα έκανε. Αλλά οι άνθρωποι του “Παμίσου” αποφάσισαν να μας κάνουν κοινωνούς της μικρής αλλά πλούσιας σε δράση και έργο ζωής της. Και μίλησαν γιαυτήν σημαντικοί άνθρωποι που είχαν να πουν ακόμη πιο σημαντικά πράγματα, σμιλεύοντας μια ξεχωριστή προσωπικότητα: Ανήσυχη, δημιουργική, δυναμική, πεισματάρα, παθιασμένη με τους στόχους της και με υψηλή αίσθηση της αξίας που έχει η ελευθερία στη ζωή και τη σκέψη. Χαρακτηριστικά που διατρέχουν τη ζωή και τη στάσης της από τα χρόνια της προεφηβίας μέχρι το θάνατό της. Κατά πως βεβαιώνουν με το δικό τους τρόπο κάθε φορά οι άνθρωποι που τη γνώρισαν.
Αφηγούμενος τα τελευταία χρόνια της στο σχολείο στο Νησί ο ξάδελφός της και συμπατριώτης Μίμης Κωστόπουλος μας λέει: “Την επόμενη χρονιά, εγκαθίσταται στην Αθήνα και προετοιμάζεται για το Πανεπιστήμιο. Καιρός ήταν. Η Φρίντα ασφυκτιούσε, πλάνταζε, εδώ και πολύ καιρό”. Το υπαινίχθηκα και ενωρίτερα, το συντηρητικό κοινωνικά και πολιτικά περιβάλλον εκείνης της εποχής στο Νησί δεν άφηνε περιθώριο “ν ανθίσουν όλα τα λουλούδια” κατά τη γνωστή έκφραση. Η Φρίντα Λιάππα βρίσκεται στην Αθήνα το καλοκαίρι του 1965 όταν η πρωτεύουσα συγκλονίζεται από τα Ιουλιανά, τις μεγάλες διαδηλώσεις, τη δολοφονία του Σωτήρη Πέτρουλα. Ξεδιπλώνεται ένα μεγάλο νεολαιίστικο πολιτικό και πολιτιστικό κίνημα, αυτό των δεκάδων χιλιάδων Λαμπράκηδων. Με αυτό συναντιούνται οι ανησυχίες, η μαχητικότητα αλλά και η δημιουργικότητα της Φρίντας Λιάππα.
Στο βιβλίο η Μάρω Δούκα περιγράφει τη Φρίντα σαν φοιτήτρια και Λαμπράκισσα, η Ρέα Γαλανάκη μας μιλάει για την αντιστασιακή της δράση με το “Ρήγα Φεραίο”, τη σύλληψη, την καταδίκη σε 6 χρόνια με αναστολή, τη διαγραφή της από τη Φιλοσοφική το 1968 και τη στέρηση διαβατηρίου. Πέντε χρόνια αργότερα καταφέρνει να πάρει διαβατήριο, πηγαίνει στο Λονδίνο και φοιτά στο London Film School. Ο δρόμος για την κινηματογραφία είχε ήδη ανοίξει, οι σπουδές δίνουν στέρεη βάση στις ανησυχίες της και αλλά δεν αφήνει και τη Φιλοσοφική: Επιστρέφει και παίρνει το πτυχίο της το 1974 και μάλιστα με βαθμό “λίαν καλώς”. Και αρχίζει να δημιουργεί αδιάκοπα, μέχρι το θάνατό της δουλεύει το τελευταίο της σενάριο...
Απογοητευμένη από την πολιτική την εποχή της μεταπολίτευσης, το εκφράζει με πολύ χαρακτηριστικό τρόπο στο “Ερωτηίδος μάρτυρος”: “Διακρίνεις έναν ιδιόρρυθμο κυνισμό στα πνευματικά ζητήματα;” . “Απόρροια του πολιτικού. Σ αυτή τη χώρα, τα δρώμενα στην πολιτική σκηνή δίνουν τον τόνο στα πάντα”. “Και ο λαός;”. “Ο λαός θεάται. Σοφία αιώνων τον έχει διδάξει ότι ανάμεσα στο “διαβιώ” και το “επιβιώ” η διαφορά είναι μόνον η πρόθεση”. Και πιο κάτω: “Συντηρήσαμε σφραγίδες και εκθρέψαμε νεολαίες πανηγύρεων, αυριανούς φιλήσυχους ψηφοφόρους. Συρθήκαμε πίσω από συμπαρατάξεις , συμμαχίες, συνασπισμούς και συναγερμούς. Ανίκανοι να δημιουργήσουμε γλώσσες κλειστές μπας και σωθούμε., στερημένοι από το χάρισμα της σιωπής, ανήμποροι να υπερασπίσουμε την οποία ζωή κερδίσαμε με τον τρόπο που υπερασπίζεται ο χωρικός τη γη του. Χαμένοι από χέρι εξ αρχής. Πότε όμως και πως αρχίσαμε να υπολογίζουμε τους ανθρώπους που παλιά περιφρονούσαμε – τους ανθρώπους του μέσου όρου; Αυτό που ψάχνω είναι, για μας, το πως και το πότε”.
Δεν είμαι ειδικός και φυσικά δεν θα αποτολμούσα ποτέ την παρουσίαση του κινηματογραφικού και λογοτεχνικού της έργου. Εξ άλλου τα κείμενα των παρεμβάσεων στα 20χρονα από το θάνατο της Φρίντας Λιάππα που υπάρχουν στο βιβλίο, είναι εξαιρετικά υψηλού επιπέδου και διεισδυτικά για το βάθος και την αξία του έργου της. Θα περιοριστώ μόνον σε ένα μικρό απόσπασμα από συνέντευξη του Κυριάκου Αγγελάκου όταν ετοιμαζόταν το αφιέρωμα στο έργο της στο 8ο Φεστιβάλ Πρωτοποριακού Κινηματογράφου της Αθήνας:
«Νομίζω η Φρίντα έχει αφήσει ένα ίχνος το οποίο καλό είναι να το παρακολουθούμε ακόμα, να βλέπουμε τις ταινίες της, να διαβάζουμε τα ποιήματά της. Σαν δημιουργός, στις ταινίες, έβγαινε η πιο πεισματάρικη πλευρά του χαρακτήρα της. Γιατί στην ουσία η Φρίντα είχε μια εγγενή αντίθεση. Ήταν ένα εξαιρετικά ευαίσθητο και ευάλωτο πλάσμα, με μια τρομερή μαχητικότητα από την άλλη πλευρά και ένα τρομερό πείσμα στα πράγματα τα οποία έκανε”.
Στο αφιέρωμα του “Παμίσου” υπάρχουν εκτενείς αλλά και συγκινητικές αναφορές στη σχέση τη Φρίντας Λιάππα με το Νησί αλλά και την επίδραση που έχει ασκήσει στο έργο της αυτή η βιωματική σχέση. Την αποτυπώνει η ίδια σε ελάχιστες λέξεις σε ένα ποίημά της:
Στὸ χωριὸ ὅταν ἦταν ἀκόμα μικρή, ἡ λέξη περιβόλια ἀκουγόταν περβόλια.
Aὐτὴ ἀπάλειψη τοῦ ιώτα εἶναι χρόνος γιὰ νὰ διανυθεῖ καὶ πρὸς τὰ μπρὸς καὶ πρὸς τὰ πίσω.
Ο Κυριάκος Αγγελάκος περιγράφει αυτή τη σχέση μέσα σε λίγες λέξεις: “Για τη Φρίντα το Νησί ήταν περισσότερο από μια γενέθλια πόλη. Ήταν το μητρικό σώμα πάνω στο όποιο μεγάλωσε, η γλώσσα που πρωτομίλησε και η γλώσσα που έγραψε, οι άνθρωποι που αγάπησε, το τοπίο πάνω στο οποίο ξεκούραζε το βλέμμα και την ψυχή της και αριστοτεχνικά κατέγραψε στους «Δρόμους της αγάπης».
Η χρήση της γλώσσας του αγροτικού χώρου πριν και αυτός αστικοποιηθεί, δεν υποδηλώνει απλώς τη βιωματική σχέση. Θεωρώ ότι η Φρίντα Λιάππα γνωρίζει τη δύναμη και το κοινωνικό φορτίο που έχει αυτό το λεξιλόγιο. Και το χρησιμοποιεί ακριβώς για να εκφράσει καταστάσεις και συναισθήματα που δεν μπορεί να αποδοθούν ακόμη και με τη “λόγια” δημοτική. Αν θυμάμαι καλά, η πρώτη λέξη στην ταινία “Οι δρόμοι της αγάπης είναι νυχτερινοί”, είναι η λέξη “αδερφομοίρια”. Σκεφθείτε πόσες λέξεις θα χρειάζονταν για να αποδοθεί μια σύνθετη οικονομική και κοινωνική έννοια που περικλείει αυτή η λέξη. Και πόσο αυτές θα αφαιρούσαν το συναισθηματικό της φορτίο. Δοκιμάστε να κάνετε το ίδιο με τις εκατοντάδες λέξεις που έχουν περισωθεί και πολλές από αυτές χρησιμοποιεί η Φρίντα Λιάππα στο έργο της ή χρησιμοποιούσε στην καθημερινότητά της και θα διαπιστώσετε ότι αυτή δεν μπορεί να αντιστοιχιστεί μόνο με μια λέξη από τη γλώσσα που διδάσκεται στο σχολείο. Θυμίζει ορισμένες ο Μίμης Κωστόπουλος από αυτές που χρησιμοποιούσε: Μισοκούντελος, μπαραμπάτης. Οχι μόνον δεν υπάρχει μονολεκτική αντιστοίχιση, αλλά ούτε και εννοιολογική καθώς πολύ δύσκολα ακόμη και αυτοί που γνωρίζουν τη σημασία τους μπορούν με τα ίδια λόγια να την περιγράψουν.
Από εκεί και πέρα η Φρίντα Λιάππα γνωρίζοντας τη γλώσσα, αναδεικνύει την ένταση που έχει η χρήση της γλώσσας των διαφορετικών εποχών, δανείζεται λέξεις και έννοιες και τις χρησιμοποιεί με την ίδια ευχέρεια αλλά και με αρμονικό τρόπο. Στο ίδιο κείμενο βρίσκεις τους λιγδοτάμπαρες και το εκάς βέβηλοι. Τέτοιοι συνδυασμοί δίπλα-δίπλα είναι διάσπαρτοι στα ποιήματά της. Δανείζεται ακόμη και από την εκκλησιαστική παράδοση για να δώσει την ένταση που θέλει στο “Ερωτηίδος μάρτυρος” μιας και οι δύο λέξεις παραπέμπουν σε σχετικά άγνωστη θρησκευτική γιορτή.
Πέρα από τη γλώσσα, οι παραστάσεις και οι αναφορές στο παρελθόν και το γενέθλιο τόπο, έχουν πολύ έντονα χαρακτηριστικά στους ανθρώπους οι οποίοι για πολλούς και διαφορετικούς λόγους βρέθηκαν μακριά από το γενέθλιο τόπο. Οι εικόνες έρχονται πολύ πιο καθαρές καθώς δεν θολώνουν από την μετάλλαξη της καθημερινότητας. Το παλιό με το νέο έχουν μια ασυνέχεια που τα κάνει διακριτά. Η μνήμη ανακαλεί στιγμιότυπα τα οποία είτε μόνα τους ως συμβολισμός, είτε αθροιζόμενα χτίζουν το παρελθόν. Τις περισσότερες φορές μάλιστα εξιδανικευμένο όταν επιχειρείται η σύγκρισή του με το καινούργιο. Η Φρίντα Λιάππα είχε το προνόμιο του δημιουργού και μπορούσε να εκφράσει αυτές τις εικόνες στο “δημόσιο χώρο” του κινηματογράφου και της λογοτεχνίας. Στην ταινία που θα προβληθεί αύριο υπάρχουν εικόνες από τη Μεσσήνη του 1980, αλλά μέσα από τις σκηνές ο χρόνος γυρίζει πολύ πίσω. Και δεν είναι μόνον το ερειπωμένο πλέον “Τιτάνια” που δεν χρειάζεται προσπάθεια να το δεις. Είναι και το κοριτσάκι με τη μαθητική ποδιά που παίζει κουτσό στο πεζοδρόμιο μπροστά στον κινηματογράφο. Και γυρίζει τη ζωή στα παιδικά χρόνια της Φρίντας.
Η παιδική προίκα είναι μεγάλη και καλλιεργημένη. Οι πληροφορίες και οι παραστάσεις εκείνης της εποχής ήταν λίγες, καθαρές και έντονες όπως η ζωή σε μια περιοχή αγροτική που μετατρέπεται σταδιακά σε ημιαστική. Με όλα τα χαρακτηριστικά που περικλείει η χρησιμοποίηση αυτών των όρων. Και αυτή την προίκα η Φρίντα Λιάππα την κουβαλάει ως πολύτιμη παρακαταθήκη. Τη χρησιμοποιεί. Την αναπλάθει και την παντρεύει με τις παραστάσεις, τα συναισθήματα, τη γνώση που γεννήθηκαν και αποκτήθηκαν στα χρόνια της θύελλας. Αλλά και στα χρόνια που η Φρίντα γνωρίζει τι θέλει να κάνει και το κάνει με έναν τρόπο που μας κάνει περήφανους ως συμπατριώτες της.
“Ανακαλύπτοντας τη Φρίντα” τιτλοφόρησα την παρέμβαση από την αρχή. Και φθάνοντας στο τέλος διαπιστώνω ότι έχω ακόμη πολλά να ανακαλύψω στο έργο της. Το ευχάριστο της υπόθεσης είναι ότι ο “Πάμισος” με τις εκδηλώσεις του φέρνει κοντά στους ανθρώπους της πόλης τη ζήη και το έργο της. Για να γνωρίσουμε τη “δική μας Φρίντα” που έφυγε νωρίς. Για να γνωρίσουν τα παιδιά μας και οι επόμενες γενιές το δημιουργικό πλούτο και την προσωπικότητα που “κρύβεται” πίσω από τις πινακίδες του δρόμου με την ένδειξη “Φρίντας Λιάππα”.
Σας ευχαριστώ για την προσοχή και την υπομονή σας.

Μεσσήνη 6.8.2016
Ηλίας Μπιτσάνης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.